γυναίκειο

γυναίκειο
γυναίκείον τό
1) женская половина (в церкви); 2) πλ. женская одежда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γυναίκειο" в других словарях:

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ραφαήλ, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της Λέσβου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μυτιλήνης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1235. Καταστράφηκε από επιδρομή πειρατών και μετά από 150 χρόνια ξαναχτίστηκε για να καταστραφεί και πάλι το 1463, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Βυτουμά (Κοιμήσεως Θεοτόκου), μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Τρικάλων, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών. Ο μικρός τετράγωνος ναός που βρίσκεται στην είσοδο του μοναστηριού είχε χτιστεί το 1559. Ο κυρίως ναός, το καθολικό, είναι ρυθμού βασιλικής με τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • Καρακαλά, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αργολίδος, το οποίο υπάγεται στη μητρόπολη Αργολίδος. Πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε τον 16ο αι. Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία της ύπαρξής του εντοπίζεται σε σιγίλιο του 1798. Στις αρχές του 19ου αι. η μονή καταστράφηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κυνηγού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στη βόρεια άκρη του Υμηττού, στην επικράτεια του δήμου Αγίας Παρασκευής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. ή στις αρχές του 13ου και ανακαινίστηκε τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Ξενιάς, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μαγνησίας, κοντά στον Αλμυρό, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Δημητριάδος. Το όνομα «Ξενιά» αποδίδεται στην εικόνα της Παναγίας, που η τοπική παράδοση θεωρεί «ξένη», ότι ήρθε δηλαδή από άλλο μοναστήρι. Στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Βαρβάρας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στη Σύρο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Στο όνομα της Α.Β. υπάρχει και μοναστηριακό μετόχι στα Μέγαρα. To μετόχι, στο οποίο μονάζουν μοναχές, εξαρτάται από το μοναστήρι του Αγίου Ιερόθεου …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Ευφημίας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της Κέρκυρας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κερκύρας και Παξών. Ιδρύθηκε τον 15ο αι …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Σοφίας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Κάλυμνο. Εξαρτάται από την Εκκλησία τωνΓνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1916 …   Dictionary of Greek

  • Αγίας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της Άνδρου, στους πρόποδες του βουνού Άγιος Μάμας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Σύρου. Δεν είναι γνωστός o χρόνος της ίδρυσής του πάντως υπήρχε τον 14ο αι. Κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας το μοναστήρι έπεσε σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»